επιηρος

επιηρος
    ἐπίηρος
    ἐπί-ηρος
    2
    приятный, желанный
    

(χθών Emped. ap. Arst.)

    ἐπίηρα φέρειν τινί Soph. — угождать или воздавать благодарность кому-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιηρος" в других словарях:

  • επίηρος — ἐπίηρος, ον (Α) αρεστός, ευχάριστος …   Dictionary of Greek

  • ἐπίηρος — ἐπίηρα acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • ήρανος — ἤρανος, ό (AM) μσν. κυβερνήτης αρχ. 1. προστάτης (ἤρανον γαίης» τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.) 2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον») 3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ ανος (πρβλ. κοίρ ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»